- ἐθέλοιτο
- ἐθέλωto be willingpres opt mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐθέλοιτ' — ἐθέλοιτο , ἐθέλω to be willing pres opt mp 3rd sg ἐθέλοιτε , ἐθέλω to be willing pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)